κατακύλιση

κατακύλιση
η
το κατρακύλισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατακυλίω. Η λ., στον λόγιο τ. κατακύλισις, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατακυλίσῃ — κατακυλί̱σῃ , κατακυλίνδω roll down aor subj mid 2nd sg κατακυλί̱σῃ , κατακυλίνδω roll down aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σβάρνισμα — το, ατος 1. σπάσιμο σβόλων και σιάξιμο του χωραφιού. 2. κατακύλιση, σύρσιμο: Σβάρνισμα του πτώματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”